Χημειοθεραπεία:

• Χημειοθεραπεία στους όγκους ΚΝΣ

Η αντιμετώπιση των κακοήθων όγκων του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (ΚΝΣ) είναι πολυπαραγοντική και απαιτεί τη συνεργασία ιατρών διαφόρων ειδικοτήτων. Ο Παθολόγος Ογκολόγος είναι ο γιατρός που εφαρμόζει συστηματικές θεραπείες (χημειοθεραπεία, στοχεύουσες θεραπείες με μονοκλωνικά αντισώματα, ανοσοθεραπεία, υποστηρικτική αγωγή) είτε σε συνδυασμό με τοπικές θεραπείες (χειρουργείο, ακτινοθεραπεία), είτε ως μοναδική θεραπεία.

Η θεραπεία των κακοήθων όγκων του ΚΝΣ πολύ συχνά περιλαμβάνει την εφαρμογή περισσότερων από μία θεραπείες: χειρουργείο με ή χωρίς ακτινοθεραπεία, με ή χωρίς χημειοθεραπεία. Κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και μοναδική και ειδικά στους όγκους του ΚΝΣ βρίσκει απόλυτη εφαρμογή η σύγχρονη τάση της Ογκολογίας που είναι η Εξατομικευμένη Θεραπεία.

• Χημειοθεραπεία

Η χημειοθεραπεία χρησιμοποιεί αντι-νεοπλασματικά, κυτταροστατικά φάρμακα τα οποία χορηγούνται είτε ενδοφλεβίως είτε λαμβάνονται κατ’ οίκον από το στόμα.Τα φάρμακα αυτά μετά τη λήψη τους εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος και φτάνουν σε όλους σχεδόν τους ιστούς και τα κύτταρα του οργανισμού.

Κάποια όμως από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται ευρέως για τη θεραπεία άλλων νεοπλασιών (π.χ καρκίνος πνεύμονα, μαστού, παχέος εντέρου κ.α) δεν μπορούν για λόγους μοριακούς, χημικούς και ανατομικούς να προσπελάσουν το ΚΝΣ και να προσβάλλουν τα κύτταρα του όγκου.
Το εμπόδιο αυτό, που σε φυσιολογικές συνθήκες προστατεύει τον εγκέφαλο από τοξικές ουσίες και παθογόνους παράγοντες, καλείται αιματοεγκεφαλικός φραγμός.
Σε ορισμένες περιπτώσεις όγκων του ΚΝΣ τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα μπορούν να χορηγηθούν απευθείας στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ) είτε μετά από οσφυονωτιαία παρακέντηση στο κατώτερο τμήμα της σπονδυλικής στήλης είτε μέσω ειδικού καθετήρα που τοποθετείται από Νευροχειρουργό στο κοιλιακό σύστημα του εγκεφάλου.

Η χημειοθεραπεία χρησιμοποιείται συνήθως σε συνδυασμό και σε συνέχεια άλλου είδους θεραπειών όπως το χειρουργείο ή/και η ακτινοθεραπεία. Μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί και ως η μοναδική θεραπεία εξαρχής ή σε περίπτωση υποτροπής του όγκου.

Μερικά από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη συστηματική θεραπεία των κακοήθων όγκων του ΚΝΣ είναι:

▪ Τεμοζολαμίδη (Temozolomide)

▪ Καρμποπλατίνα (Carboplatin)
▪ Καρμουστίνη (Carmustine – BCNU)
▪ Σισπλατίνη ( Cisplatin)
▪ Κυκλοφωσφαμίδη Cyclophosphamide)
▪ Ετοποσίδη (Etoposide)
▪ Ιρινοτεκάνη (Irinotecan)
▪ Λομουστίνη (Lomustine – CCNU)
▪ Μεθοτρεξάτη (Methotrexate)
▪ Προκαρμπαζίνη (Procarbazine)
▪ Βινκριστίνη (Vinristine)

Καρμποπλατίνα (Carboplatin)
▪ Καρμουστίνη (Carmustine – BCNU)
▪ Σισπλατίνη ( Cisplatin)
▪ Κυκλοφωσφαμίδη Cyclophosphamide)
▪ Ετοποσίδη (Etoposide)
▪ Ιρινοτεκάνη (Irinotecan)
▪ Λομουστίνη (Lomustine – CCNU)
▪ Μεθοτρεξάτη (Methotrexate)
▪ Προκαρμπαζίνη (Procarbazine)
▪ Βινκριστίνη (Vinristine)

Τα φάρμακα αυτά χρησιμοποιούνται είτε μόνα τους (μονοθεραπεία) είτε σε διάφορους συνδυασμούς. Η χορήγησή τους γίνεται σε κύκλους που διαρκούν συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (συνήθως κάποιες εβδομάδες) και περιλαμβάνουν και μία περίοδο «ανάπαυσης» δίνοντας το περιθώριο στον οργανισμό να ανακάμψει από τις πιθανές παρενέργειες μέχρι την έναρξη του επόμενου κύκλου χημειοθεραπείας.

• Τοξικότητα Χημειοθεραπείας

Τα κυτταροστατικά/χημειοθεραπευτικά φάρμακα στρέφονται έναντι κυττάρων που πολλαπλασιάζονται, όπως δηλαδή είναι τα κακοήθη νεοπλασματικά κύτταρα των όγκων. Μαζί όμως με αυτά προσβάλλονται και τα φυσιολογικά υγιή κύτταρα του οργανισμού τα οποία επίσης πολλαπλασιάζονται και με το μηχανισμό αυτό προκύπτουν οι ανεπιθύμητες ενέργειες (παρενέργειες ή τοξικότητες) της χημειοθεραπείας. Οι παρενέργειες της χημειοθεραπείας ποικίλουν και εξαρτώνται από το είδος του/των φαρμάκων, τη δόση τους, τη διάρκεια της θεραπείας αλλά και από ιδιοσυστασικούς παράγοντες που σχετίζονται με τον ασθενή.

Πιθανές παρενέργειες της χημειοθεραπείας αποτελούν:

▪ Ναυτία και έμετοι
▪ Ανορεξία και αλλαγές στη γεύση
▪ Διάρροια
▪ Αδυναμία
▪ Αναιμία (λόγω μειωμένης παραγωγής από τον μυελό των οστών ερυθρών αιμοσφαιρίων) που μπορεί να προκαλέσει αδυναμία και εύκολη κόπωση
▪ Λευκοπενία (λόγω μειωμένης παραγωγής από τον μυελό των οστών λευκών αιμοσφαιρίων) που συνεπάγεται αυξημένη ευαισθησία σε λοιμώξεις
▪ Θρομβοπενία (λόγω μειωμένης παραγωγής από τον μυελό των οστών αιμοπεταλίων) που μπορεί να οδηγήσει σε αιμορραγίες από το δέρμα (μελανιές) ή τους βλεννογόνους (ουλορραγία, ρινορραγία κ.α)
▪ Πτώση μαλλιών (αλωπεκία)

Η σύγχρονη πρακτική στη χορήγηση χημειοθεραπείας στους όγκους του ΚΝΣ περιλαμβάνει τη χορήγηση μονοθεραπείας με φάρμακα που στερούνται τη σημαντική τοξικότητα των συνδυαστικών χημειοθεραπειών, με δύο ή και τρία φάρμακα, που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν. Η χημειοθεραπεία για τους όγκους του ΚΝΣ σήμερα, είναι γενικά καλά ανεκτή και δεν επηρεάζει ιδιαίτερα την ποιότητα ζωής των ασθενών. Σε κάθε περίπτωση όμως μεγάλη πρόοδος έχει επιτευχθεί στην πρόληψη και αντιμετώπιση της τοξικότητας της χημειοθεραπείας, όπως για παράδειγμα με την προληπτική χορήγηση των πολύ αποτελεσματικών νεότερων αντιεμετικών φαρμάκων. Στη βέλτιστη διαχείριση της τοξικότητας από τη χημειοθεραπεία μεγάλη αξία έχει η συνεργασία και η διαρκής και απρόσκοπτη επικοινωνία του ασθενή με τον γιατρό του, στον οποίο αναφέρει κάθε νέο σύμπτωμα που μπορεί να σχετίζεται είτε με τη θεραπεία είτε με τη νόσο του.

• Στοχευμένες Θεραπείες

➢ Bevacizumab (Avastin)

Το Bevacizumab αποτελεί ένα πλήρως ανθρωποποιημένο μονοκλωνικό αντίσωμα το οποίο στρέφεται έναντι μίας πρωτεΐνης που ονομάζεται αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας (VEGF) και βοηθά τον όγκο στη σύνθεση νέων αγγείων απαραίτητων για τη θρέψη και την επιβίωση των κυττάρων του. Η διαδικασία αυτή λέγεται αγγειογένεση και απαντάται φυσιολογικά στον οργανισμό.

Η χορήγηση του Bevacizumab γίνεται ενδοφλεβίως, κάθε 14 ημέρες, είτε ως μονοθεραπεία είτε σε συνδυασμό με κάποιο χημειοθεραπευτικό παράγοντα (Ιρινοτεκάνη, Λομουστίνη), καθώς μελέτες έχουν δείξει ότι παρουσιάζει δραστικότητα σε περιπτώσεις υποτροπής κακοήθων γλοιωμάτων μετά από την αρχική θεραπεία με χειρουργείο, ακτινοθεραπεία ή/και χημειοθεραπεία.

Το Bevacizumab δεν αποτελεί κυτταροτοξικό/χημειοθεραπευτικό φάρμακο και συνοδεύεται από διαφορετικές ανεπιθύμητες ενέργειες όπως: αρτηριακή υπέρταση, αιμορραγικές εκδηλώσεις, καθυστερημένη επούλωση πληγών και τραυμάτων, διαταραχές στην καρδιακή και τη νεφρική λειτουργία κ.α

➢ Everolimus (Afinitor)

Το Everolimus αναστέλλει τη λειτουργία μίας ενδοκυττάριας πρωτεΐνης που είναι απαραίτητη για τη φυσιολογική κυτταρική διαίρεση και αύξηση και λέγεται mTOR. Το φάρμακο αυτό λαμβάνεται από το στόμα σε καθημερινή βάση και κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι μπορεί να βοηθήσει ασθενείς που πάσχουν από ένα τύπο όγκου που λέγεται υποεπενδυματικό γιγαντοκυτταρικό αστροκύττωμα.

Αρκετοί στοχεύοντες θεραπευτικοί παράγοντες, μόνοι τους ή σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία, βρίσκονται υπό μελέτη για την αντιμετώπιση των κακοήθων όγκων του ΚΝΣ.

• Γενετική & Μοριακός Έλεγχος

Μεγάλη αξία στη σύγχρονη αντιμετώπιση και θεραπεία των όγκων του ΚΝΣ έχει ο προσδιορισμός της ύπαρξης ή της απουσίας συγκεκριμένων μοριακών χαρακτηριστικών στα κύτταρα του όγκου. Ο συγκεκριμένος έλεγχος επιτρέπει την επιλογή της καταλληλότερης θεραπευτικής επιλογής καθώς υποδεικνύει ποιοι ασθενείς θα ωφεληθούν από μία συγκεκριμένη θεραπεία και ποιοι όχι.

• Νέες Στρατηγικές Θεραπείας – Ανοσοθεραπεία

Η μεγαλύτερη πρόοδος που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια στην θεραπεία των κακοήθων νεοπλασματικών νοσημάτων αφορά την εξέλιξη και χρησιμοποίηση των νέων τεχνικών ανοσοθεραπείας. Η ανοσοθεραπεία στον καρκίνο έχει ως στόχο τη διέγερση, ενεργοποίηση και αξιοποίηση του ανοσολογικού συστήματος, της άμυνας δηλαδή του οργανισμού, εναντίον του όγκου. Η ανάγκη για αυτή τη διέγερση προκύπτει από δύο βασικές ιδιότητες των καρκινικών κυττάρων:

α) Τα καρκινικά κύτταρα έχουν την ικανότητα να διαφεύγουν και να μην γίνονται αντιληπτά από την άμυνα του οργανισμού. Ο ρόλος των αντικαρκινικών εμβολίων είναι να διεγείρει το ανοσολογικό σύστημα έναντι αυτών των κυττάρων και ήδη αρκετά ενθαρρυντικά αποτελέσματα έχουν προκύψει για τη χρήση τους στη θεραπεία ασθενών με όγκους του ΚΝΣ.

β) Τα καρκινικά κύτταρα ακόμα και όταν γίνονται αντιληπτά από τα κύτταρα της άμυνας του οργανισμού ως ξένα και επικίνδυνα, επιδρούν σε συγκεκριμένα σημεία ελέγχου (check-points) της ανοσολογικής/αμυντικής απάντησης και μειώνουν με τον τρόπο αυτό την ένταση της επίθεσης του οργανισμού απέναντί τους. Οι σύγχρονες τεχνικές ανοσοθεραπείας περιλαμβάνουν μόρια που αναστέλλουν τη λειτουργία αυτών των σημείων ελέγχου και έτσι ενισχύουν την καταστροφική για τον όγκο και ευεργετική για τον ασθενή δράση του αμυντικού συστήματός του. Η χρήση των φαρμάκων αυτών έχει ήδη εγκριθεί για τη θεραπεία νεοπλασματικών παθήσεων όπως ο καρκίνος του πνεύμονα και το κακόηθες μελάνωμα, ενώ βρίσκεται υπό συστηματική μελέτη σε πολλά άλλα νεοπλασματικά νοσήματα, μεταξύ των οποίων και στους όγκους του ΚΝΣ, με ενθαρρυντικά τα μέχρι τώρα αποτελέσματα.